Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγίσκος — αἰγίσκος, ο (Α) [αἴξ] μικρή αίγα, κατσικάκι … Dictionary of Greek
αἰγίσκον — αἰγίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)